- δραπέτευμα
- δραπέτευμα, το (Α)η δραπέτευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δραπέτευμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραπετεύματι — δραπέτευμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δραπέτευση — η (AM δραπέτευμα, το Μ και δραπέτευσις, η) απόδραση, το να φύγει κάποιος κρυφά … Dictionary of Greek